- συγκουφίζω
- ΜΑ1. σηκώνω κάτι από κοινού με άλλον ή άλλους2. συνεργώ ώστε να γίνει κάτι πιο ελαφρύαρχ.βοηθώ κάποιον να μείνει στην επιφάνεια τού νερού, να επιπλεύσει.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + κουφίζω (II) «σηκώνω, εγείρω» (< κοῦφος «άδειος, ελαφρύς»)].
Dictionary of Greek. 2013.